ρεσπονσόριο

ρεσπονσόριο
το, Ν
εκκλ. ωδή τής λειτουργίας τών καθολικών που εκτελείται από μια μόνο φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. responsorium «αντίφωνο» (< respondeo «αποκρίνομαι, απαντώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”